φαραδίζω

φαραδίζω
και φαραντίζω Ν [φαράδιο / φαράντ]
ιατρ. θεραπεύω με φαραδισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαραδίζω — φαράδισα, φαραδίστηκα, φαραδισμένος, ηλεκτρίζω, διεγείρω με φαραδικό ρεύμα (δηλ. με ρεύμα από επαγωγή.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”